περιπορευόμενοι

περιπορευόμενοι
περιπορεύομαι
travel
pres part mp masc nom/voc pl
περιπορεύομαι
travel
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπορεύομαι — Α 1. πορεύομαι, ταξιδεύω γύρω από έναν τόπο 2. (για ουράνιο σώμα) περιστρέφομαι («ὁ ἥλιος περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.) 3. περπατώ, βαδίζω γύρω από έναν τόπο 4. (με αιτ. τού τόπου) περιέρχομαι («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”